- ιστοθετώ
- (ε) μετ. , αμετ. ставить мачты
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ιστοθετώ — έω ναυτ. τοποθετώ ιστό ή ιστούς στο πλοίο, κν. αρμπορίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + θετῶ (< θέτης), πρβλ. αθλο θετώ, ιστιο θετώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν] … Dictionary of Greek
ιστοθέτηση — η ναυτ. η τοποθέτηση ιστού στο πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστοθετώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Ηλία Κανελλόπουλο] … Dictionary of Greek
ιστός — Κατάρτι πλοίου (βλ. λ. κατάρτι ή ιστός)· αργαλειός· δικτυωτό πλέγμα. (Ανατ.) Άθροισμα κυττάρων, μορφολογικά διαφοροποιημένων, που συνδέονται μεταξύ τους με μεσοκυττάρια ουσία και επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία στον οργανισμό. Ένα σύνολο ι. που … Dictionary of Greek